
Της Σταυρούλας Σανίδα, M.Sc., Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Εκπαιδεύτρια Λ.Α.Θ. Πανεπιστημίου Washington
Η ανακοίνωση μιας χρόνιας ασθένειας έρχεται στην οικογένεια με τη συνοδεία πολλών συναισθημάτων. Όταν οι γονείς πληροφορούνται ότι το παιδί τους πάσχει από αιμορροφιλία, έρχονται αντιμέτωποι με έναν όγκο πληροφοριών. Αρχικά οφείλουν να ενημερωθούν και να γνωρίζουν πώς πρέπει να δράσουν σε περίπτωση που προκύψει κάτι.
Τα ερωτήματα από τη μεριά τους είναι πολλά. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις τους έρχονται να προστεθούν σε ό,τι τους απασχολεί. “Τι θα συμβεί αν το παιδί πέσει και χτυπήσει;”, “Κι αν η αιμορραγία δεν σταματά;”, “Αν βρεθεί μόνο του και πανικοβληθεί;” και άλλες τόσες ερωτήσεις ξεκινούν να ηχούν στο μυαλό τους. Η διογκωμένη αβεβαιότητα επιβαρύνει πρόσθετα τους γονείς, εφόσον αρχικά δεν ξέρουν τι θα αντιμετωπίσουν. Τα ενδεχόμενα αρνητικά σενάρια πιθανώς να πλημμυρίζουν τις σκέψεις τους: “Θα καταφέρω να βοηθήσω το παιδί, αν προκύψει κάτι;”, “Κι αν μπλέξει σε κάποιον καβγά και το χτυπήσουν;”.
Στα αρχικά στάδια της διάγνωσης και της ενημέρωσης φαίνεται να κυριαρχεί ο φόβος και τα αγωνιώδη ερωτήματα. Οι γονείς καλούνται να ζήσουν με την ασθένεια του παιδιού τους επιδεικνύοντας ψυχραιμία και δρώντας ως βοηθοί σε περίπτωση ανάγκης. Όσο περνά ο καιρός πιθανώς να εκδηλώνουν ενοχές καθώς επίσης τη σκέψη: “Εγώ φταίω που κληροδότησα αυτή την ασθένεια”. Ή να στενοχωριούνται που το παιδί τους θα πρέπει να μάθει να ζει με κάποιους περιορισμούς. Ή ακόμα και να θυμώνουν, επειδή είναι άδικο να συμβαίνει αυτό στη δική τους οικογένεια.
Οι γονείς οφείλουν να δείξουν σεβασμό σε κάθε συναίσθημα και σκέψη που αναδύεται μέσα τους. Αξίζει να εκφράζουν ό,τι τους απασχολεί τόσο μεταξύ τους όσο και με τους θεράποντες ιατρούς. Η χρονιότητα της ασθένειας είναι άμεσα συνδεδεμένη με πλήθος ψυχικών διεργασιών σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Με το πέρασμα των χρόνων οι διεργασίες αυτές μπορεί να αλλάξουν απόχρωση. Είναι σημαντικό κυρίως οι γονείς να αφουγκράζονται τον εαυτό τους και να ζητούν βοήθεια, όποτε το κρίνουν αναγκαίο. Με αυτόν τον τρόπο έχουν τη δεξιότητα να ακούσουν αντίστοιχα τις σκέψεις και τα συναισθήματα του παιδιού τους, αλλά και των υπόλοιπων παιδιών τους.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να φτάσουν τα μέλη της οικογένειας στην αποδοχή του τι συμβαίνει. Χρειάζεται να δουν τη νόσο σαν μια ευκαιρία αλληλεπίδρασης, συνεργασίας και ενσυναίσθησης. Ως απώτερος στόχος είναι να χτίσουν δεξιότητες αμοιβαιότητας, υποστήριξης, επαναπροσδιορισμού των αξιών τους και επίγνωσης των εκάστοτε αναγκών του κάθε μέλους. Ο κατάλληλος τρόπος επικοινωνίας, η αποδοχή της κατάστασης, η αναγνώριση των συναισθημάτων και η εκ νέου νοηματοδότηση θα ωθήσει την οικογένεια στο να γίνει περισσότερο ψυχολογικά ευέλικτη και ανθεκτική.